- ηριπόλη
- ἠριπόλη, ή (Α)αυτή που βαδίζει το πρωί, η αυγή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ήρι «νωρίς, πρωί» + -πόλη, θηλ. τού -πόλος < πέλομαι «βαδίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἠριπόλη — early walking fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠριπόλης — ἠριπόλη early walking fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήρι — (Erie). Τοπωνύμια των ΗΠΑ. Βλ. λ. Ίρι. * * * ἦρι (Α) επίρρ. 1. νωρίς, πρωί πρωί 2. κατά το πρωί. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἤερι, με συναίρεση < (τοπική πτώση) *ἄιερι < ΙE *aier «μέρα πρωί» (πρβλ. άρι στον). Η λ. συνδέεται με ayarә, γεν. ayan, γοτθ.… … Dictionary of Greek